τελεστήριο

τελεστήριο
Ο τόπος, όπου οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τελούσαν τα μυστήρια. Λεγόταν επίσης, ο τόπος ιεροτελεστίας αλλά και κάθε τόπος, στον οποίο τελούσαν κάποια θρησκευτική τελετή, θυσία ή μυσταγωγία. Σε νεότερα χρόνια τ. αποκαλούσαν κυρίως εκείνο της Ελευσίνας, που βρισκόταν στο ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Το τ. αυτό ήταν οικοδομημένο από τον Ικτίνο, και σε αυτό τελούσαν τα Ελευσίνια μυστήρια. T., κατά κάποιο τρόπο, είχαν και διάφοροι άλλοι ειδωλολατρικοί λαοί. Το τελεστήριο της Ελευσίνας, ένα από τα σημαντικότερα της ελληνικής αρχαιότητας.
* * *
το / τελεστήριον, ΝΑ
τόπος τέλεσης μυστηρίων
αρχ.
1. είδος άσματος («τὸ σπονδεῑον μέλος εἴποις ἂν ἐπιβώμιον καὶ ἄλλο τελεστήριον», Πολυδ.)
2. στον πληθ. τὰ τελεστήρια
(ενν. ἱερά) ευχαριστήρια θυσία για την ευτυχή έκβαση μιας υπόθεσης («ἔθυε τελεστήρια καὶ χαριστήρια», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού αορ. ἐτέλεσα τού τελῶ* + επίθημα -τήριον (πρβλ. πιεσ-τήριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Δήμητρα — I (αρχ. Δημήτηρ). Μία από τις θεότητες του Δωδεκάθεου των αρχαίων, προστάτιδα της γεωργίας και όλων των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών που, κατά την ιστορία ή τη μυθολογία, συνδέονταν με αυτήν. Το χαρακτηριστικό επίθετο Θεσμοφόρος που της… …   Dictionary of Greek

  • μεταγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα… …   Dictionary of Greek

  • ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …   Dictionary of Greek

  • Νικαγόρας — (α’ μισό του 3ου αι. π.Χ.). Σοφιστής που καταγόταν από την Αθήνα. Είχε γράψει αρκετά συγγράμματα. Το γνωστότερο είναι οι Βίοι ελλογίμων θεών. Είχε χρηματίσει κήρυκας στο τελεστήριο της Δήμητρας, στην Ελευσίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”